Ο Σωτήρης Σκάντζικας με τον μεγαλύτερο αδελφό του Σαράντη, σε μιά φωτογραφία παρμένη στην Ν.Ροδεσία.
Ο
Σωτήρης Σκάντζικας γεννήθηκε στην Αθήνα την 6
Αυγούστου του 1921
και εισήλθε στην Σχολή Αεροπορίας τον Σεπτέμβριο του 1940 με την 10η σειρά, λίγο πριν την Ιταλική επίθεση κατα της Ελλάδας. Μετά την Γερμανική εισβολή του 1941 και την κατάρρευση του μετώπου, διέφυγε στην Μέση Ανατολή και απο εκεί, στην Νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε). Εκεί συνέχισε την εκπαίδευσή του, στην σχολή χειριστών της RAF, στην οποία ο μεγαλύτερος αδελφός του Σαράντης, ήταν εκπαιδευτής.Το 1943 τοποθετήθηκε στην 336 Μοίρα ΔΒ της Ελληνικής Αεροπορίας που μόλις είχε ιδρυθεί, με προσωπικό που αποσπάσθηκε απο την 335 Μοίρα ΔΒ η οποία είχε ήδη πλούσια δράση κάτω απο την διοίκηση της RAF και πετούσε με αεροσκάφη Hurricane IIc. Τον Ιούλιο του 1943, η διοίκηση της RAF αποφάσισε να προσβάλλει τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Κρήτη, σε μια επιχείρηση με την κωδική ονομασία ”Θέτις”. Σε αυτή έλαβαν μέρος πάνω απο εκατό αεροσκάφη απο πολλές μονάδες, μεταξύ των οποίων και η 336η. Σίντι Μπαράνι. Αναμνηστική φωτογραφία χειριστών της 336 Μοίρας, μπροστά απο ένα Χἀρικαίην. Ο Σ.Σκάτζικας είναι καθιστός, δεύτερος απο τα δεξιά.
Όταν τα συμμαχικά αεροπλάνα
βρέθηκαν πάνω απο την Κρήτη, συνάντησαν σφοδρά
πυρά αντιαεροπορικών, και 13 συνολικά Χάρικαιην καταρρίφθηκαν. Ο Σ.Σκάντζικας πετούσε σε έναν σχηματισμό που επιτέθηκε σε Γερμανικές θέσεις κοντά στο Ηράκλειο. Συνάδελφοί του θυμούνται, οτι το αεροσκάφος του χτυπήθηκε και άρχισε να χάνει ύψος. Το Χάρικαιην HL 607 ήταν καλυμμένο με λάδια και καπνούς. Λίγο αργότερα, ο Σ.Σκάντζικας έκανε αναγκαστική προσγείωση και συνελήφθη απο τους Γερμανούς. Ο συνάδελφος του, Ελευθέριος Αθανασάκης, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός.τυπήθηκε και αυτός και κατόρθωσε να προσγειώσει το αεροπλάνο του σε ένα μικρό χωράφι.Προσπαθώντας όμως να διαφύγει, προέβαλλε αντίσταση και σκοτώθηκε απο τους Γερμανούς που τον είχαν περικυκλώσει. Λίγο πρίν απο μιά αποστολή ο Ελευθ. Αθανασάκης, ο Σωτήρης Σκάντζικας και ένας τεχνικός ποζάρουν μπροστά απο ένα Χάρικαίην ΙΙc.
Ο Σκάτζικας, μετά απο σύντομη παραμονή στην
σκλαβωμένη Ελλάδα, πήρε τον
μακρύ δρόμο για την Γερμανία και το στρατόπεδο αιχμαλώτων Stalag Luft III. Το στρατόπεδο αυτό, που ήταν τεράστιο (σε κάποια στιγμή έφτασε να έχει 10.000 κρατουμένους) ανήκε στην δικαιοδοσία της Γερμανικής Αεροπορίας (Luftwaffe). Διοικητής του ήταν ο Oberst (σμήναρχος) Friedrich-Wilhelm von Lindeiner-Wildau. Βρισκόταν στην πόλη Σάγκαν (Sagan) της Κάτω Σιλεσίας (βλ. χάρτη), 160 χιλιόμετρα νοτιο-ανατολικά του Βερολίνου, μια περιοχή που μετά τον πόλεμο προσαρτήθηκε στην Πολωνία. Ο Σκάντζικας, φτάνοντας στο στρατόπεδο πέρασε απο το καθιερωμένο ”τέστ” ασφαλείας που υποβάλλονταν όλοι οι νεόφερτοι.Αυτό γινόταν για την ανακάλυψη κατασκόπων, που υποδυόμενοι τους κρατουμένους, στέλνονταν στο στρατόπεδο απο τους Γερμανούς. Τοποθετήθηκε στον Βρεταννικό τομέα του στρατοπέδου και πήρε τον αριθμό κρατουμένου 1822. Στον τομέα αυτό είχε ιδρυθεί μία επιτροπή, που σκοπό της είχε την οργάνωση αποδράσεων. Επικεφαλής της ήταν ένας έμπειρος αξιωματικός, ο σμήναρχος Roger J Bushell, θρυλική μορφή και βετεράνος αρκετών αποδράσεων. Τέτοιες επιτροπές, υπήρχαν σε όλα τα στρατόπεδα όπου εκρατούντο αιχμάλωτοι της ΡΑΦ. Η απόδραση εθεωρείτο υποχρέωση όλων, όχι τόσο γιατί υπήρχε ανάγκη για να επιστρέψουν στην ενεργό υπηρεσία και στον πόλεμο, αλλά γιατί οι αποδράσεις ανάγκαζαν τους Γερμανούς να απασχολούν πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό και υλικό, στην αναζήτηση και σύλληψη των φυγάδων με αποτέλεσμα να φέρνουν αναστάτωση στην πολεμική προσπάθεια του Γ’ Ράϊχ . Η τραγική όμως κατάληξη του πραγματικά τολμηρού αυτού εγχειρήματος, που έμεινε στην Ιστορία σαν η Μεγάλη Απόδραση θα θέσει υπο αμφισβήτηση την πρακτική αξία των αποδράσεων απο τα στρατόπεδα αιχμαλώτων και το υψηλό κόστος σε ανθρώπινες ζωές θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για επιχειρήσεις ομαδικών αποδράσεων, μέχρι το τέλος του πολέμου. Απο την άνοιξη του ΄43 λοιπόν, είχαν βάλει σε εφαρμογή ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο για την απόδραση 250 κρατουμένων!Η απόπειρα απόδρασης τόσο πολλών αιχμαλώτων ήταν κάτι το πρωτοφανές.Ποτέ αλλοτε δεν είχε σχεδιασθεί, ούτε επιχειρηθεί κάτι τέτοιο. Το σχέδιο προέβλεπε το άνοιγμα τούννελ, που θα κατέληγε σε κάποιο σημείο έξω απο τα συρματοπλέγματα, στο κοντινό δάσος.Μέσω αυτού του τούνελ, οι φυγάδες θα έβγαιναν απο το στρατόπεδο και σε μικρές ομάδες, ακολουθώντας προκαθορισμένα δρομολόγια, θα κατευθύνονταν σε περιοχές της Γερμανίας απο όπου θα διέφευγαν σε άλλες χώρες και τελικά στην ελευθερία. Απο την επιτροπή ορίσθηκαν ομάδες εργασίας που ήταν επιφορτισμένες με διάφορα καθήκοντα: ασφάλεια, συλλογή πληροφοριών, κατασκευή εγγράφων, χαρτών και πλαστών χρημάτων, αμφιέσεων, απόκτηση και απόκρυψη υλικών, κλπ.Οι επαγγελματικές γνώσεις που ειχαν αποκτηθεί τον καιρό της ειρήνης, χρειάστηκε να επιστρατευθούν.Ξυλουργοί, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, τυπογράφοι, ράφτες, καλλιτέχνες και άλλοι, έπεσαν με ενθουσιασμό στην δουλειά. Με άψογη οργάνωση, ατέλειωτη εφευρετικότητα, υπομονή, και σκληρή δουλειά, η επιχείρηση μπήκε σε εφαρμογή και κράτησε σχεδόν ένα χρόνο. Ο Σκάντζικας, αμέσως μετά την άφιξή του στο στρατόπεδο, απέκτησε το παρατσούκλι ”Νικ” και μπήκε σε μιά απο τις ομάδες που άνοιγαν τα τούννελ, που ήταν …τρία και είχαν πάρει τις ονομασίες” Τομ”, ”Ντικ” και ”Χάρρυ”. Η ιστορία του πώς ανοίχτηκαν αυτά τα τούννελ είναι πραγματικά απίστευτη. Η απόφαση για την διάνοιξη τριών τούνελ σε διαφορετικά σημεία αντί ενός, πάρθηκε για λόγους ασφαλείας, με το σκεπτικό οτι εάν ένα απ’αυτά έπεφτε στην αντίληψη των Γερμανών, η όλη προσπάθεια δεν θα εγκαταλείπετο, αλλά θα συνεχιζόταν σε ένα απο τα εναπομείναντα. Και πράγματι, το καλοκαιρι του ΄43, και ενώ το σκάψιμο είχε προχωρήσει αρκετά, ο ”Τομ” ανακαλύφθηκε απο τους Γερμανούς και καταστράφηκε.Σύμφωνα με το σχέδιο, το σκάψιμο στο ”Ντικ”σταμάτησε και στο εξής χρησιμοποιήθηκε για απόκρυψη υλικού αναγκαίου για την απόδραση και η επιχείρηση συνεχίστηκε στο ”Χάρρυ”. Το τούνελ αυτό είχε σκαφτεί σε βάθος 8,5 μέτρων και ήταν μήκους 102 μέτρων.Ξεκινούσε απο το θάλαμο διαμονής κρατουμένων αρ. 104, ένα μεγάλο ξύλινο παράπηγμα στο βόρειο άκρο του στρατοπέδου και κατέληγε αρκετά μέτρα έξω απο το συρματόπλεγμα.Ήταν αρκετά φαρδύ για να χωράει έναν άνδρα κανονικούμεγέθους, ξαπλωμένο επάνω σε ένα βαγόνι που εκινήτο σε ράγες, τοποθετημένες σε όλο το μήκος του!Υπήρχαν δύο ενδιάμεσοι ”σταθμοί”, που ήταν απλώς σημεία που είχαν διαπλατυνθεί περισσότερο, έτσι ώστε να χωρούν δύο άτομα ταυτόχρονα.Ακόμη, υπήρχαν σημεία εξαερισμού και το τούνελ ηλεκτροδοτήτο και ...φωτιζόταν σε όλο του το μήκος! Ένα μεγάλο μέρος του υλικού που χρησιμοποιήθηκε στο τούννελ, προήρχετο απο Γερμανικά αποθέματα που οι κρατούμενοι είχαν αποκτήσει κλέβοντάς τα, ή και ακόμηαγοράζοντάς τα απο τους Γερμανούς! Την άνοιξη του 1944, ένα σχεδόν χρόνο απο την έναρξη των εργασιών, όλα ήσαν έτοιμα και η επιτροπή που είχε την επίβλεψη του εγχειρήματος, όρισε την ημερομηνία για την απόδραση. Η επιτροπή αποφάσισε για το ποιοί απο τους κρατουμένους θα έπαιρναν μέρος στην απόδραση. Οι πρώτοι 30 διαλέχτηκαν σύμφωνα με τις πιθανότητες που είχαν να διαφύγουν. Αυτό ήταν συνδυασμός πολλών παραγόντων, όπως οι προσωπικές ικανότητες, η καλή γνώση της Γερμανικής γλώσσας και οπωσδήποτε η προσφορά στην προετοιμασία της απόδρασης. Η συμμετοχή των υπολοίπων αποφασίστηκε με κλήρωση. Την νύχτα της 24 Μαρτίου του 1944, το κρύο ήταν τσουχτερό και άρχισε να χιονίζει. Ένας- ένας, οι δραπέτες άρχισαν να συνκεντρώνονται στο παράπηγμα αρ. 104, όπου βρισκόταν η είσοδος του τούννελ που θα τους έβγαζε στην ελευθερία.Ο τελικός αριθμόςτων συγκεντρωθέντων, ήταν 220.
Η ”είσοδος” στο τούννελ ήταν πολύ έξυπνα
καμουφλαρισμένη κάτω απο την τσιμεντένια
βάση μιάς βαριάς σόμπας που θέρμαινε το παράπηγμα. Ο Σκάντζικας, που είχε πάρει τον αριθμό 49 στην σειρά των υποψηφίων για την απόδραση, ντυμένος με ρούχα τροποποιημένα απο παλιές στολές και εργατική τραγιάσκα, είχε αποφασίσει να φύγει μαζί με τον σμηναγό B.A ”Jimmy” James, έναν Βρεταννό πιλότο βομβαρδιστικού Wellington, που είχε καταρριφθεί στις αρχές του πολέμου, είχε περάσει απο δύο άλλα στρατόπεδα αιχμαλώτων και είχε μεγάλη πείρα σε αποδράσεις (συνολικά 13!). Σκοπός τους να κατευθυνθούν νότια, προς τα Τσεχοσλοβακικά σύνορα, και απο εκεί τα Βαλκάνια, με προορισμό την Ελλάδα, απο όπου (μέσω Τουρκίας), θα έφθαναν στην Μ.Ανατολή. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, και αφού έγιναν οι τελευταίοι έλεγχοι για να διαπιστωθει οτι ο κάθε υποψήφιος φυγάς είχε τα απαραίτητα έγγραφα και ατομικά εφόδια, άρχισαν να κατεβαίνουν στο στενό τούννελ.Η ώρα ήταν 22.30. Η σειρά των κακοτυχιών άρχισε με μιά ξαφνική συσκότιση του στρατοπέδου, λόγω συμμαχικού αεροπορικού βομβαρδισμού. Όσοι την στιγμή εκείνη είχαν μπεί στο τούνελ, βρέθηκαν στο απόλυτο σκοτάδι, που δυσκόλευε και καθυστερούσε την ούτως ή άλλως προβληματική κίνηση τους σε αυτό. Γρήγορα, άναψαν αυτοσχέδια λυχνάρια που έκαιγαν....λίπος, καισυνέχισαν την πορεία τους . Όταν οι πρώτοι φυγάδες έφτασαν στην έξοδο του τούννελ, διαπίστωσαν με έκπληξή τους οτι αυτή δεν βρισκόταν ανάμεσα στα δένδρα του δάσους, όπως είχε υπολογισθεί, αλλά πολύ κοντά στο εξωτερικό συρματόπλεγμα του στρατοπέδου δίπλα απο μια υπερυψωμένη σκοπιά με προβολείς. Αυτό σήμαινε, οτι υπήρχε φόβος να γίνουν αντιληπτοί απο τους σκοπούς και τις περιπόλους του στρατοπέδου, καθώς, βγαίνοντας απο το τούννελ, θα βρίσκονταν έστω και για λίγο σε ακάλυπτο έδαφος. Αποφασίστηκε λοιπόν, να τοποθετηθεί κάποιος απο τους πρώτους που βγήκαν, στην σκιά των δένδρων του δάσους που απείχε περίπου είκοσι μέτρα, και με ένα σχοινί που θα κατέληγε στην τρύπα της εξόδου του τούννελ, να ειδοποιεί αυτόν που θα έβγαινε, για την τυχόν ύπαρξη περιπόλων, σκοπών κλπ. Έτσι, άρχισε να γίνεται φανερό, οτι δεν θα προλάβαιναν να βγούν όλοι στην προκαθορισμένη ώρα.Παρ’ όλα αυτά η έξοδος συνεχιζόταν, έστω και με αργό ρυθμό. Η κακή τύχη όμως δεν άργησε να ξαναχτυπήση. Όταν ο 79ος φυγάς ετοιμαζόταν να βγεί απο την τρύπα στην άκρη του τούννελ, κατάλαβε λάθος τα συνθηματικά τραβήγματα στην άκρη του σκοινιού, που έρχονταν απο την άλλη άκρη.Το άτομο που είχε αναλάβει να ειδοποιεί μέσω του σχοινιού για την παρουσία Γερμανών στην περιοχή, μόλις είχε δεί ένα Γερμανό να πλησιάζει και τραβούσε το σκοινί δυό φορές, σημάδι για τον παραλήπτη να μείνει κρυμμένος.Αυτός δυστυχώς, κατάλαβε ακριβώς το αντίθετο και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.Έβγαλε το κεφάλι του απο το άνοιγμα του τούνελ και βρέθηκε σχεδόν ανάμεσα στα πόδια ενός Γερμανού στρατιώτη, της εξωτερικής περιπόλου, που σχεδόν έπεσεμέσα στην τρύπα! Όταν αυτός συνήλθε απο την έκπληξή του, έκανε μερικά βήματα πίσω, έστρεψε το όπλο του προς τον άτυχο Βρεταννό, πυροβόλησε -χωρίς ευτυχώς να τον πετύχει- και άρχισε να φωνάζει, σημαίνοντας συναγερμό. Δύο ακόμη φυγάδες , ένας που δεν είχε προλάβει να φτάσει στο δάσος και αυτός που κρατούσε το σχοινί, σήκωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν. Η ώρα ήταν 04.55 της 25ης Μαρτίου. Στον θάλαμο 104, δόθηκε η διαταγή να σταματήσει η επιχείρηση και 8 άτομα που βρίσκονταν ακόμη στο τούννελ, με βαριά καρδιά προσπάθησαν να συρθουν πίσω στο παράπηγμα. Εβδομήνταεξι κρατούμενοι είχαν καταφέρει μέχρι εκείνη την στιγμή να εξαφανιστούν στην δασώδη περιοχή. Σε λίγα λεπτά, όλη η Γερμανική φρουρά βρέθηκε στο πόδι.Οι Γερμανοί μπαίνοντας στην έξοδο του τούννελ κατέληξαν στην άριστα καμουφλαρισμένη είσοδο του”Χάρρυ” κάτω απο την θερμάστρα στο παράπηγμα 104.Ο θάλαμος περικυκλώθηκε απο ισχυρές δυνάμεις φρουρών και πολυβόλα στήθηκαν γύρω του. Περίπολοι με σκυλιά, ξεχύθηκαν στην περιοχή ψάχνοντας για τους δραπέτες. Όλοι οι χώροι του στρατοπέδου, ερευνήθηκαν εξονυχιστικά.Κάθε κρατούμενος φωτογραφήθηκε και πάρθηκαν επανηλειμμένα προσκλητήρια. |
|
Όπως
είχε σχεδιαστεί, οι δραπέτες μεταμφιεσμένοι με πολιτικά ρούχα και
εφοδιασμένοι
με πλαστά πιστοποιητικά και ταυτότητες, αμέσως μετά την έξοδό τους σχημάτισαν ομάδες,
που η κάθε μιά ξεκίνησε για τον προορισμό της.
Η ομάδα στην οποία ανήκε ο Σωτήρης Σκάντζικας, και αποτελείτο απο δώδεκα άτομα,
δεν πήγε στον σταθμό του τραίνου του Σάγκαν που ήταν κοντά, αλλά σε ένα μικρότερο σταθμό
στο Τσίμπσντορφ (Tschiebsdorf) λίγο πιό κάτω. Προσποιούμενοι τους ξένους εργάτες, (πολλοί πραγματικοί ξένοι εργάτες, εκινούντο στην περιοχή και δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο)
θα έπαιρναν το τραίνο για την μικρή πόλη Boberöhrsdorf.
Ένας απο την ομάδα, ο Πολωνός υποσμηναγός Jerzy Mondschein, που μιλούσε τα γερμανικά σχεδόν τέλεια, πήγε στο εκδοτήριο του σταθμού και ζήτησε 12 εισιτήρια. Ο υπάλληλος
στο γκισέ προς στιγμή παραξενεύτηκε, αλλα δεν υποψιάστηκε τίποτε. Ο συναγερμός
που είχε σημάνει στο Stalag Luft III, δεν είχε ακόμη γίνει αντιληπτός στην μικρή πόλη.
Λιγο μετά τις 05.00, το τραίνο ήλθε και όλοι επιβιβάστηκαν κανονικά.Οι 12 φυγάδες
ήσαν σχεδόν μόνοι σε ολόκληρο το τραίνο, πράγμα που διευκόλυνε τις κινήσεις τους και
δεν τους υποχρέωνε να κυττάζουν συνέχεια πίσω απο την πλάτη τους.
Αργότερα, το τραίνο άρχισε να γεμίζει, αλλά κανένας δεν φαινόταν να τους δίνει σημασία.
Το ταξίδι τους προς τον νότο συνεχίστηκε, χωρίς κανένα απρόοπτο.Η μόνη στιγμή
που ανησύχησαν, ήταν όταν μια γυναίκα-εισπράκτορας άρχισε να φωνάζει κάτι σε έναν
απο τους δραπέτες.Σύντομα, διαπίστωσαν με ανακούφιση, οτι τον μάλωνε…. που κάπνιζε σε διαμέρισμα μή καπνιζόντων!
Το τοπίο άρχισε να αλλάζει και να γίνεται ορεινό, η θερμοκρασία ήταν αρκετά κάτω απο το
μηδέν και έπεφτε πυκνό χιόνι.
Το τραίνο σταμάτησε σε όλους τους σταθμούς της διαδρομής και μετά τρείς σχεδόν ώρες
έφτασαν στον προορισμό τους. Κατέβηκαν απο το τραίνο, πέρασαν απο μιά τρύπα στο
φράχτη του σταθμού και μετά απο σύντομους αποχαιρετισμούς,
η ομάδα χωρίστηκε και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Ο Σκάντζικας και ο Τζέημς, παίρνοντας τους πιό απόμερους δρόμους τράβηξαν
προς τους κοντινούς λόφους της οροσειράς Riesengebirge που φάνταζε απροσπέλαστη
στον δρόμο τους για τα Τσεχοσλοβακικα σύνορα.
Ήταν 9 η ώρα το πρωί της Κυριακής, 25 Μαρτίου.
Μετά απο λίγα χιλιόμετρα εγκατέλειψαν τον δρόμο και περνώντας στο πυκνό δάσος,
άρχισαν την ανάβασή τους στην οροσειρά.Όλη την ημέρα συνέχισαν την κοπιαστική,
ανοδική τους πορεία στο χιονισμένο βουνό.Κάθε βήμα τους ήταν πραγματικός αγώνας
στο βαθύ, φρέσκο χιόνι.Στις ψηλότερες πλαγιές το χιόνι τους έφτανε μέχρι την μέση
και χρειαζόταν να χρησιμοποιούν χέρια και πόδια, γατζώνοντας τα παγωμένα χέρια τους
στις ρίζες των δέντρων για να στηριχτούν και να συρθούν προς τα επάνω.Μετά απο φοβερή προσπάθεια, κατάφεραν να φτάσουν σε ένα μικρό πλάτωμα και συνέχισαν την πορεία τους
σε επιπεδο έδαφος.Ακολουθώντας ένα μονοπάτι που μόλις διακρινόταν κάτω απο το
πυκνό χιόνι, έφτασαν σε μιά μισογκρεμισμένη καλύβα που τους πρόσφερε ένα
προσωρινό κατάλυμα.Άναψαν φωτιά και προσπάθησαν να στεγνώσουν και να ζεσταθούν.
Το κρύο ήταν τόσο δυνατό που ήταν αδύνατον να κοιμηθούν, παρόλο που και οι δυό τους
ήσαν στα πρόθυρα της εξάντλησης.Κατά το σούρουπο, αποφάσισαν να συνεχίσουν
αφού πρώταπροσανατολίστηκαν.
Ξαναπήραν το μονοπάτι και σε λίγο έφτασαν στην άκρη του δάσους.Εκεί, βρέθηκαν
στην αρχή μιάς κάτασπρης κοιλάδας στην αλλη πλευρά της οποίας απλωνώταν ένα κακοτράχαλο ορεινό τοπίο.Στα ανατολικά φαινόταν η πόλη Χίρσμπεργκ
(Hirschberg ή Jelena Gora όπως λέγεται σήμερα στα Πολωνικά).Η θερμοκρασία
έπεφτε και ο Σκάντζικας κύτταζε απελπισμένα πέρα απο την κοιλάδα, τα μακρυνά βουνά
.Έτρεμε και ήταν μελανιασμένος απο το κρύο.Πιό ασυνήθιστος σε τέτοιο περιβάλλον,
υπέφερε περισσότερο απο τον σύντροφό του, που έχοντας περάσει αρκετά χρόνια στον
Καναδά, είχε κάποια πείρα απο βαρύ χειμώνα.
-Έχουμε να περπατήσουμε πάνω απο εξήντα χιλιόμετρα σε τέτοιο έδαφος, μέχρι τα Τσεχικά σύνορα.-είπε.
Οι δυό σύντροφοι εξαντλημένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και με τα πρώτα σημάδια
υποθερμίας να κάνουν την εμφάνισή τους, διαπίστωσαν οτι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν άλλο.Αποφάσισαν λοιπόν, να διακινδυνεύσουν ξανά ένα ταξίδι με το τραίνο και πήραν
τον δρόμο προς την πόλη Χίρσμπεργκ.Μετά απο πορεία ωρών, έφτασαν στο κέντρο
της πόλης, και παίρνοντας θάρρος που οι περαστικοί δεν τους έδιναν σημασία, τράβηξαν
κατ’ ευθείαν για τον σιδηροδρομικό σταθμό.
με πλαστά πιστοποιητικά και ταυτότητες, αμέσως μετά την έξοδό τους σχημάτισαν ομάδες,
που η κάθε μιά ξεκίνησε για τον προορισμό της.
Η ομάδα στην οποία ανήκε ο Σωτήρης Σκάντζικας, και αποτελείτο απο δώδεκα άτομα,
δεν πήγε στον σταθμό του τραίνου του Σάγκαν που ήταν κοντά, αλλά σε ένα μικρότερο σταθμό
στο Τσίμπσντορφ (Tschiebsdorf) λίγο πιό κάτω. Προσποιούμενοι τους ξένους εργάτες, (πολλοί πραγματικοί ξένοι εργάτες, εκινούντο στην περιοχή και δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο)
θα έπαιρναν το τραίνο για την μικρή πόλη Boberöhrsdorf.
Ένας απο την ομάδα, ο Πολωνός υποσμηναγός Jerzy Mondschein, που μιλούσε τα γερμανικά σχεδόν τέλεια, πήγε στο εκδοτήριο του σταθμού και ζήτησε 12 εισιτήρια. Ο υπάλληλος
στο γκισέ προς στιγμή παραξενεύτηκε, αλλα δεν υποψιάστηκε τίποτε. Ο συναγερμός
που είχε σημάνει στο Stalag Luft III, δεν είχε ακόμη γίνει αντιληπτός στην μικρή πόλη.
Λιγο μετά τις 05.00, το τραίνο ήλθε και όλοι επιβιβάστηκαν κανονικά.Οι 12 φυγάδες
ήσαν σχεδόν μόνοι σε ολόκληρο το τραίνο, πράγμα που διευκόλυνε τις κινήσεις τους και
δεν τους υποχρέωνε να κυττάζουν συνέχεια πίσω απο την πλάτη τους.
Αργότερα, το τραίνο άρχισε να γεμίζει, αλλά κανένας δεν φαινόταν να τους δίνει σημασία.
Το ταξίδι τους προς τον νότο συνεχίστηκε, χωρίς κανένα απρόοπτο.Η μόνη στιγμή
που ανησύχησαν, ήταν όταν μια γυναίκα-εισπράκτορας άρχισε να φωνάζει κάτι σε έναν
απο τους δραπέτες.Σύντομα, διαπίστωσαν με ανακούφιση, οτι τον μάλωνε…. που κάπνιζε σε διαμέρισμα μή καπνιζόντων!
Το τοπίο άρχισε να αλλάζει και να γίνεται ορεινό, η θερμοκρασία ήταν αρκετά κάτω απο το
μηδέν και έπεφτε πυκνό χιόνι.
Το τραίνο σταμάτησε σε όλους τους σταθμούς της διαδρομής και μετά τρείς σχεδόν ώρες
έφτασαν στον προορισμό τους. Κατέβηκαν απο το τραίνο, πέρασαν απο μιά τρύπα στο
φράχτη του σταθμού και μετά απο σύντομους αποχαιρετισμούς,
η ομάδα χωρίστηκε και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Ο Σκάντζικας και ο Τζέημς, παίρνοντας τους πιό απόμερους δρόμους τράβηξαν
προς τους κοντινούς λόφους της οροσειράς Riesengebirge που φάνταζε απροσπέλαστη
στον δρόμο τους για τα Τσεχοσλοβακικα σύνορα.
Ήταν 9 η ώρα το πρωί της Κυριακής, 25 Μαρτίου.
Μετά απο λίγα χιλιόμετρα εγκατέλειψαν τον δρόμο και περνώντας στο πυκνό δάσος,
άρχισαν την ανάβασή τους στην οροσειρά.Όλη την ημέρα συνέχισαν την κοπιαστική,
ανοδική τους πορεία στο χιονισμένο βουνό.Κάθε βήμα τους ήταν πραγματικός αγώνας
στο βαθύ, φρέσκο χιόνι.Στις ψηλότερες πλαγιές το χιόνι τους έφτανε μέχρι την μέση
και χρειαζόταν να χρησιμοποιούν χέρια και πόδια, γατζώνοντας τα παγωμένα χέρια τους
στις ρίζες των δέντρων για να στηριχτούν και να συρθούν προς τα επάνω.Μετά απο φοβερή προσπάθεια, κατάφεραν να φτάσουν σε ένα μικρό πλάτωμα και συνέχισαν την πορεία τους
σε επιπεδο έδαφος.Ακολουθώντας ένα μονοπάτι που μόλις διακρινόταν κάτω απο το
πυκνό χιόνι, έφτασαν σε μιά μισογκρεμισμένη καλύβα που τους πρόσφερε ένα
προσωρινό κατάλυμα.Άναψαν φωτιά και προσπάθησαν να στεγνώσουν και να ζεσταθούν.
Το κρύο ήταν τόσο δυνατό που ήταν αδύνατον να κοιμηθούν, παρόλο που και οι δυό τους
ήσαν στα πρόθυρα της εξάντλησης.Κατά το σούρουπο, αποφάσισαν να συνεχίσουν
αφού πρώταπροσανατολίστηκαν.
Ξαναπήραν το μονοπάτι και σε λίγο έφτασαν στην άκρη του δάσους.Εκεί, βρέθηκαν
στην αρχή μιάς κάτασπρης κοιλάδας στην αλλη πλευρά της οποίας απλωνώταν ένα κακοτράχαλο ορεινό τοπίο.Στα ανατολικά φαινόταν η πόλη Χίρσμπεργκ
(Hirschberg ή Jelena Gora όπως λέγεται σήμερα στα Πολωνικά).Η θερμοκρασία
έπεφτε και ο Σκάντζικας κύτταζε απελπισμένα πέρα απο την κοιλάδα, τα μακρυνά βουνά
.Έτρεμε και ήταν μελανιασμένος απο το κρύο.Πιό ασυνήθιστος σε τέτοιο περιβάλλον,
υπέφερε περισσότερο απο τον σύντροφό του, που έχοντας περάσει αρκετά χρόνια στον
Καναδά, είχε κάποια πείρα απο βαρύ χειμώνα.
-Έχουμε να περπατήσουμε πάνω απο εξήντα χιλιόμετρα σε τέτοιο έδαφος, μέχρι τα Τσεχικά σύνορα.-είπε.
Οι δυό σύντροφοι εξαντλημένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και με τα πρώτα σημάδια
υποθερμίας να κάνουν την εμφάνισή τους, διαπίστωσαν οτι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν άλλο.Αποφάσισαν λοιπόν, να διακινδυνεύσουν ξανά ένα ταξίδι με το τραίνο και πήραν
τον δρόμο προς την πόλη Χίρσμπεργκ.Μετά απο πορεία ωρών, έφτασαν στο κέντρο
της πόλης, και παίρνοντας θάρρος που οι περαστικοί δεν τους έδιναν σημασία, τράβηξαν
κατ’ ευθείαν για τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Η είδηση
της απόδρασης τόσο μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων έπεσε σαν κεραυνός στην
Γερμανική ηγεσία.
Ο Χίτλερ έγινε έξω φρενών, και διέταξε να συλληφθούν και να εκτελεσθούν όλοι οι δραπέτες!
Λέγεται, οτι ο Γκαίρινγκ φοβούμενος αντίποινα σε Γερμανούς αιχμαλώτους των συμμάχων, κατάφερε να τον μεταπείση και να μειώση τον αριθμό σε πενήντα.
Η διαταγή αυτή έμεινε γνωστή σαν ”Sagan Befehl"
Ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό εξαπολύθηκε σε όλη την Γερμανία.
Χιλιάδες στρατιώτες, αστυνομικοί, αλλά και πολίτες, αποσπάσθηκαν απο τα καθήκοντά τους
για να ψάχνουν για τους φυγάδες.
Η Γκεστάπο φυσικά, πρωτοστατούσε στις έρευνες.
Όλα ήταν ζήτημα χρόνου.
Σιγά, σιγά, ένας μετά τον άλλο, οι δραπέτες άρχισαν να πέφτουν στο δίχτυ
που είχε απλωθεί.
Ο Χίτλερ έγινε έξω φρενών, και διέταξε να συλληφθούν και να εκτελεσθούν όλοι οι δραπέτες!
Λέγεται, οτι ο Γκαίρινγκ φοβούμενος αντίποινα σε Γερμανούς αιχμαλώτους των συμμάχων, κατάφερε να τον μεταπείση και να μειώση τον αριθμό σε πενήντα.
Η διαταγή αυτή έμεινε γνωστή σαν ”Sagan Befehl"
Ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό εξαπολύθηκε σε όλη την Γερμανία.
Χιλιάδες στρατιώτες, αστυνομικοί, αλλά και πολίτες, αποσπάσθηκαν απο τα καθήκοντά τους
για να ψάχνουν για τους φυγάδες.
Η Γκεστάπο φυσικά, πρωτοστατούσε στις έρευνες.
Όλα ήταν ζήτημα χρόνου.
Σιγά, σιγά, ένας μετά τον άλλο, οι δραπέτες άρχισαν να πέφτουν στο δίχτυ
που είχε απλωθεί.
Μπαίνοντας
στον σιδηροδρομικό σταθμό ο Σκάντζικας και ο Τζαίημς, τράβηξαν
την προσοχή δυο αστυνομικών που επιτηρούσαν τον χώρο, οι οποίοι τους πλησίασαν
και ζήτησαν να ελέγξουν τα χαρτιά τους.Αμέσως, οι δυο φυγάδες, τους έδειξαν τα
σχεδόν τέλεια πλαστά πιστοποιητικά που είχαν μαζί τους και τους εξήγησαν οτι πήγαιναν
με άδεια στην πατρίδες τους (ο Τζαίημς παρίστανε τον Γιουγκοσλαύο και ο Σκάντζικας...Έλληνα εργάτη!).
Οι αστυνομικοί δεν έμειναν ικανοποιημένοι απο την εμφάνιση του Τζέημς και του
Σκάντζικα και τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν στο αστυνομικό τμήμα.
Ο Τζέημς που ήξερε λίγα Γερμανικά, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας στους Γερμανούς οτι δέν
θα έπρεπε να τους καθυστερούν χωρίς λόγο, γιατί οι οικογένειές τους στην πατρίδα τους τους περίμεναν για την λιγοήμερη άδειά τους. Οι αστυνομικοί τους διαβεβαίωσαν οτι
δεν θα τους καθυστερούσαν, απλώς θα έπρεπε να απαντήσουν σε ορισμένες
ερωτήσεις στο τμήμα και μετά θα μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Τους έβαλαν στη μέση και πιάνοντάς τους γερά απο το μπράτσο, τους οδήγησαν
έξω απο το σταθμό, κάτω απο τα περίεργα βλεμματα των ταξιδιωτών.
την προσοχή δυο αστυνομικών που επιτηρούσαν τον χώρο, οι οποίοι τους πλησίασαν
και ζήτησαν να ελέγξουν τα χαρτιά τους.Αμέσως, οι δυο φυγάδες, τους έδειξαν τα
σχεδόν τέλεια πλαστά πιστοποιητικά που είχαν μαζί τους και τους εξήγησαν οτι πήγαιναν
με άδεια στην πατρίδες τους (ο Τζαίημς παρίστανε τον Γιουγκοσλαύο και ο Σκάντζικας...Έλληνα εργάτη!).
Οι αστυνομικοί δεν έμειναν ικανοποιημένοι απο την εμφάνιση του Τζέημς και του
Σκάντζικα και τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν στο αστυνομικό τμήμα.
Ο Τζέημς που ήξερε λίγα Γερμανικά, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας στους Γερμανούς οτι δέν
θα έπρεπε να τους καθυστερούν χωρίς λόγο, γιατί οι οικογένειές τους στην πατρίδα τους τους περίμεναν για την λιγοήμερη άδειά τους. Οι αστυνομικοί τους διαβεβαίωσαν οτι
δεν θα τους καθυστερούσαν, απλώς θα έπρεπε να απαντήσουν σε ορισμένες
ερωτήσεις στο τμήμα και μετά θα μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Τους έβαλαν στη μέση και πιάνοντάς τους γερά απο το μπράτσο, τους οδήγησαν
έξω απο το σταθμό, κάτω απο τα περίεργα βλεμματα των ταξιδιωτών.
Ήταν η πρώτη στιγμή μετά την απόδρασή τους, που άρχισαν να
συνειδητοποιούν,
οτι το τολμηρό εγχείρημά τους δεν θα είχε καλό τέλος.
Η φυγή προς την ελευθερία των άτυχων αεροπόρων, είχε φτάσει στο τέλος της.
οτι το τολμηρό εγχείρημά τους δεν θα είχε καλό τέλος.
Η φυγή προς την ελευθερία των άτυχων αεροπόρων, είχε φτάσει στο τέλος της.
Στον
αστυνομικό σταθμό, τους οδήγησαν στο γραφείο της Kripo (Kriminal Polizei
-
επι λέξει: αστυνομία εγκλημάτων, κάτι σαν την δική μας ”ασφάλεια” ), που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο.
Εκεί, φρουρούμενοι, υποχρεώθηκαν να σταθούν όρθιοι για αρκετή ώρα, εως ότου κάποιος με πολιτικά μπήκε στο δωμάτιο.
Έσπρωξε ένα χαρτί μπροστά στον καθένα τους και τους ζήτησε να γράψουν το όνομά τους.
Οι δύο αεροπόροι, κατάλαβαν ότι ήταν πλέον ανώφελο να προσποιούνται και υπάκουσαν χωρίς καμμιά διαμαρτυρία.
Οι Γερμανοί τους έρριξαν σε ένα μεγάλο κελλί, όπου διαπίστωσαν οτι δεν ήσαν μόνοι.
Έξι, απο την ομάδα των δώδεκα συντρόφων τους, κάθονταν σε ένα μακρύ πάγκο περιμένοντας την μοίρα τους.
Αργότερα, θα εμφανίζονταν και άλλοι απο την παρέα τους.Όλοι τους είχαν συλληφθεί απο τους Γερμανούς στην περιοχή της πόλης Χίρσμπεργκ ή σε τραίνα που κατευθύνονταν προς στον νότο.
Πριν αρχίσουν οι ανακρίσεις, πρόλαβαν και έκρυψαν τους χάρτες και τα πλαστά χρήματα που είχαν μαζί τους, πίσω απο μιά ντουλάπα.Σε λίγο, άρχισαν να τους παίρνουν έναν-έναν για ανάκριση απο την Γκεστάπο.
Άν και στην περίπτωση του Σκάντζικα και των άλλων συντρόφων του, οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν βασανιστήρια,
οι ανακρίσεις της Γκεστάπο δεν ήταν καθόλου ευχάριστη υπόθεση, και οι απειλές, η ψυχολογική
βία και η στέρηση τροφής και ύπνου ήσαν στην ημερησία διάταξη.
Αυτό συνεχίστηκε για τις δυό επόμενες ημέρες.
Όταν οι ανακρίσεις τελείωσαν, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους φυγάδες και αλυσοδεμένους, τους οδήγησαν στην φυλακή της πόλης, οπου τους έρριξαν σε ένα μικρό, υγρό κελλί.
Εξαντλημένοι και πεινασμένοι, ξάπλωσαν στο βρώμικο πέτρινο πάτωμα.Ο Σκάντζικας και ο Τζέημς έχοντας μείνει άγρυπνοι πάνω απο δυό μερόνυχτα, αποκοιμήθηκαν αμέσως.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησαν απο τις άγριες φωνές των Γερμανών.
Μετά απο ενα υποτυπώδες πρωινό, που αποτελείτο απο απομίμηση καφέ και μια φέτα μαύρο ψωμί, άρχισαν να ανταλλάσσουν σκέψεις για τις εμπειρίες τους και να φιλοσοφούν για το τί δεν πήγε καλά.
Όλοι συμφώνησαν οτι εάν ο καιρός ήταν καλύτερος, σίγουρα θα είχαν καταφέρει να περάσουν στην Τσεχοσλοβακία. Ήλπιζαν, οτι τουλάχιστον οι τέσσερις της ομάδας που έλειπαν, στάθηκαν πιό τυχεροί απο αυτούς.
Μετά, οι κρατούμενοι άρχισαν να λιγοστεύουν.
Εάν κάποιος απο τους εναπομείναντες, υποψιαζόταν οτι προορισμός τους δεν ήταν επιστροφή στο Σάγκαν, σίγουρα έκρυβε καλά τις σκέψεις του κάτω απο ένα πέπλο συντροφικότητας και καλόκαρδων πειραγμάτων.
Ήταν Τετάρτη, 28 Μαρτίου, γύρω στις 2 το απόγευμα, όταν εμφανίσθηκε ο αρχιδεσμοφύλακας συνοδευόμενος απο έναν αστυνομικό που κρατούσε κάτι έγγραφα.
-Όποιος ακούσει το όνομά του, θα πρέπει να πάρει τα πράγματά του και να με ακολουθήσει, είπε κοφτά.
Κατόπιν, διαβάζοντας απο ένα χαρτί και κάνοντας μια παύση μετά απο κάθε όνομα για να δώσει χρόνο στον καθένα να μαζέψει τα προσωπικά του είδη, φώναξε:
-Κιεβνάρσκι,... Πάουλουκ,... Βέρνχαμ,..Σκάντζικας!
Οι τέσσερις, (οι δύο πρώτοι Πολωνοί, και ο τρίτος Καναδός) μάζεψαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους, αποχαιρέτισαν τους υπόλοιπους και ακολουθώντας τους Γερμανούς, διάβηκαν την βαριά πόρτα του κελιού.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι σύντροφοί τους θα τους έβλεπαν ζωντανούς.
Τις επόμενες ημέρες θα εκτελεστούν απο τους Γερμανούς, σε άγνωστες τοποθεσίες
και οι σοροί τους θα αποτεφρωθούν στο κρεματόριο της πόλης Χίρσμπεργκ.
Απο τους 79 που βγήκαν απο το τούνελ, μόνον 3 κατάφεραν να φτάσουν σε ελεύθερη
απο τους Γερμανούς περιοχή,
20 στάλθηκαν πίσω στο Stalag Luft III, 6 μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα,
οι δε υπόλοιποι 50, εκτελέστηκαν απο την Γκεστάπο.
επι λέξει: αστυνομία εγκλημάτων, κάτι σαν την δική μας ”ασφάλεια” ), που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο.
Εκεί, φρουρούμενοι, υποχρεώθηκαν να σταθούν όρθιοι για αρκετή ώρα, εως ότου κάποιος με πολιτικά μπήκε στο δωμάτιο.
Έσπρωξε ένα χαρτί μπροστά στον καθένα τους και τους ζήτησε να γράψουν το όνομά τους.
Οι δύο αεροπόροι, κατάλαβαν ότι ήταν πλέον ανώφελο να προσποιούνται και υπάκουσαν χωρίς καμμιά διαμαρτυρία.
Οι Γερμανοί τους έρριξαν σε ένα μεγάλο κελλί, όπου διαπίστωσαν οτι δεν ήσαν μόνοι.
Έξι, απο την ομάδα των δώδεκα συντρόφων τους, κάθονταν σε ένα μακρύ πάγκο περιμένοντας την μοίρα τους.
Αργότερα, θα εμφανίζονταν και άλλοι απο την παρέα τους.Όλοι τους είχαν συλληφθεί απο τους Γερμανούς στην περιοχή της πόλης Χίρσμπεργκ ή σε τραίνα που κατευθύνονταν προς στον νότο.
Πριν αρχίσουν οι ανακρίσεις, πρόλαβαν και έκρυψαν τους χάρτες και τα πλαστά χρήματα που είχαν μαζί τους, πίσω απο μιά ντουλάπα.Σε λίγο, άρχισαν να τους παίρνουν έναν-έναν για ανάκριση απο την Γκεστάπο.
Άν και στην περίπτωση του Σκάντζικα και των άλλων συντρόφων του, οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν βασανιστήρια,
οι ανακρίσεις της Γκεστάπο δεν ήταν καθόλου ευχάριστη υπόθεση, και οι απειλές, η ψυχολογική
βία και η στέρηση τροφής και ύπνου ήσαν στην ημερησία διάταξη.
Αυτό συνεχίστηκε για τις δυό επόμενες ημέρες.
Όταν οι ανακρίσεις τελείωσαν, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους φυγάδες και αλυσοδεμένους, τους οδήγησαν στην φυλακή της πόλης, οπου τους έρριξαν σε ένα μικρό, υγρό κελλί.
Εξαντλημένοι και πεινασμένοι, ξάπλωσαν στο βρώμικο πέτρινο πάτωμα.Ο Σκάντζικας και ο Τζέημς έχοντας μείνει άγρυπνοι πάνω απο δυό μερόνυχτα, αποκοιμήθηκαν αμέσως.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησαν απο τις άγριες φωνές των Γερμανών.
Μετά απο ενα υποτυπώδες πρωινό, που αποτελείτο απο απομίμηση καφέ και μια φέτα μαύρο ψωμί, άρχισαν να ανταλλάσσουν σκέψεις για τις εμπειρίες τους και να φιλοσοφούν για το τί δεν πήγε καλά.
Όλοι συμφώνησαν οτι εάν ο καιρός ήταν καλύτερος, σίγουρα θα είχαν καταφέρει να περάσουν στην Τσεχοσλοβακία. Ήλπιζαν, οτι τουλάχιστον οι τέσσερις της ομάδας που έλειπαν, στάθηκαν πιό τυχεροί απο αυτούς.
Μετά, οι κρατούμενοι άρχισαν να λιγοστεύουν.
Εάν κάποιος απο τους εναπομείναντες, υποψιαζόταν οτι προορισμός τους δεν ήταν επιστροφή στο Σάγκαν, σίγουρα έκρυβε καλά τις σκέψεις του κάτω απο ένα πέπλο συντροφικότητας και καλόκαρδων πειραγμάτων.
Ήταν Τετάρτη, 28 Μαρτίου, γύρω στις 2 το απόγευμα, όταν εμφανίσθηκε ο αρχιδεσμοφύλακας συνοδευόμενος απο έναν αστυνομικό που κρατούσε κάτι έγγραφα.
-Όποιος ακούσει το όνομά του, θα πρέπει να πάρει τα πράγματά του και να με ακολουθήσει, είπε κοφτά.
Κατόπιν, διαβάζοντας απο ένα χαρτί και κάνοντας μια παύση μετά απο κάθε όνομα για να δώσει χρόνο στον καθένα να μαζέψει τα προσωπικά του είδη, φώναξε:
-Κιεβνάρσκι,... Πάουλουκ,... Βέρνχαμ,..Σκάντζικας!
Οι τέσσερις, (οι δύο πρώτοι Πολωνοί, και ο τρίτος Καναδός) μάζεψαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους, αποχαιρέτισαν τους υπόλοιπους και ακολουθώντας τους Γερμανούς, διάβηκαν την βαριά πόρτα του κελιού.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι σύντροφοί τους θα τους έβλεπαν ζωντανούς.
Τις επόμενες ημέρες θα εκτελεστούν απο τους Γερμανούς, σε άγνωστες τοποθεσίες
και οι σοροί τους θα αποτεφρωθούν στο κρεματόριο της πόλης Χίρσμπεργκ.
Απο τους 79 που βγήκαν απο το τούνελ, μόνον 3 κατάφεραν να φτάσουν σε ελεύθερη
απο τους Γερμανούς περιοχή,
20 στάλθηκαν πίσω στο Stalag Luft III, 6 μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα,
οι δε υπόλοιποι 50, εκτελέστηκαν απο την Γκεστάπο.
----
Σύμφωνα με πληροφορίες που ήρθαν στο φώς κατα την διάρκεια των δικών εγκληματιών
πολέμου στην Νυρεμβέργη, ο Σωτήρης Σκάντζικας εκτελέστηκε απο
τον Γκεσταπίτη Lux
στις 29 Μαρτίου, κάτω απο άγνωστες συνθήκες.Στο πιστοποιητικό θανάτου του που
εξέδωσαν οι Γερμανοί, γράφεται ότι: ”κατα την μεταφορά του, εφονεύθη επιχειρώντας να δραπετεύση”… Μια έκφραση που έχει γίνει συνώνυμη με τις προμελετημενες, εν ψυχρώ
δολοφονίες της Γκεστάπο.
Ίδιο, επι λέξει, πιστοποιητικό θανάτου εκδόθηκε και για τους υπόλοιπους 49 δολοφονηθέντες!
Ο σύντροφός του Σκάντζικα στην "Μεγάλη Απόδραση" Β.A James, στάθηκε τυχερός.Μετα απο λίγες ημέρες οδηγήθηκε στο φοβερό στρατόπεδο συγκεντρώσεως Sachsenhausen, απο όπου και πάλι απέδρασε, αλλά και πάλι συνελήφθη.Εκεί κατα σύμπτωση, βρέθηκε συγκρατούμενος
με τον Στρατάρχη Α.Παπάγο! Θα ελευθερωθεί λίγο πριν το τέλος του πολέμου,
τον Απρίλιο του 1945.
Τα θλιβερά νέα, θα φτάσουν στο στρατόπεδο αρκετά σύντομα.Ο διοικητής του στρατοπέδου
κάλεσε τον αρχαιότερο αξιωματικό επικεφαλής των αιχμαλώτων, και του ανακοίνωσε
τον θάνατο των 50, προσπαθώντας να διαχωρίσει την θέση του, λέγοντας ότι η Λούφτβάφφε
δεν είχε καμμία ανάμιξη στις εκτελέσεις, οι οποίες ήταν δουλειά της Γκεστάπο.
Η δολοφονία των 50 έγινε γνωστή στους αιχμαλώτους του στρατοπέδου, όταν
ο κατάλογος με τα ονόματα τους τοιχοκολλήθηκε μπροστά σε ένα παράπηγμα.Την επόμενη
ημέρα, όλοι σχεδόν οι κρατούμενοι, εμφανίσθηκαν με ένα μαύρο κομμάτι υφάσματος ραμμένο
στο μανίκι τους, σε ένδειξη πένθους για τους δολοφονημένους συντρόφους τους.
Πολλοί απο αυτούς τα κατασκεύασαν με το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες που είχαν.
Η τεφροδόχος του Σκάτζικα και των άλλων δολοφονηθέντων φυγάδων θα σταλεί στο
Stalag Luft III. Οι κρατούμενοι έστησαν μνημείο για τους αδικοχαμένους συντρόφους τους και εκεί τοποθετήθηκαν οι τεφροδόχοι τους.
Το μνημείο αυτό διασώζεται μέχρι σήμερα, καθώς και αρκετά απομεινάρια του στρατοπέδου.
Αργότερα μετά τον πόλεμο, οι τέφροδόχοι θα μεταφερθούν στο συμμαχικό
νεκροταφείο της πόλης Πόζναν (Poznan) στην Πολωνία.
Εκεί αναπαύεται σήμερα, ένας απο τους αφανείς ήρωες της Ελληνικής Αεροπορίας, ο ανθυποσμηναγός Σωτήρης Σκάντζικας.
στις 29 Μαρτίου, κάτω απο άγνωστες συνθήκες.Στο πιστοποιητικό θανάτου του που
εξέδωσαν οι Γερμανοί, γράφεται ότι: ”κατα την μεταφορά του, εφονεύθη επιχειρώντας να δραπετεύση”… Μια έκφραση που έχει γίνει συνώνυμη με τις προμελετημενες, εν ψυχρώ
δολοφονίες της Γκεστάπο.
Ίδιο, επι λέξει, πιστοποιητικό θανάτου εκδόθηκε και για τους υπόλοιπους 49 δολοφονηθέντες!
Ο σύντροφός του Σκάντζικα στην "Μεγάλη Απόδραση" Β.A James, στάθηκε τυχερός.Μετα απο λίγες ημέρες οδηγήθηκε στο φοβερό στρατόπεδο συγκεντρώσεως Sachsenhausen, απο όπου και πάλι απέδρασε, αλλά και πάλι συνελήφθη.Εκεί κατα σύμπτωση, βρέθηκε συγκρατούμενος
με τον Στρατάρχη Α.Παπάγο! Θα ελευθερωθεί λίγο πριν το τέλος του πολέμου,
τον Απρίλιο του 1945.
Τα θλιβερά νέα, θα φτάσουν στο στρατόπεδο αρκετά σύντομα.Ο διοικητής του στρατοπέδου
κάλεσε τον αρχαιότερο αξιωματικό επικεφαλής των αιχμαλώτων, και του ανακοίνωσε
τον θάνατο των 50, προσπαθώντας να διαχωρίσει την θέση του, λέγοντας ότι η Λούφτβάφφε
δεν είχε καμμία ανάμιξη στις εκτελέσεις, οι οποίες ήταν δουλειά της Γκεστάπο.
Η δολοφονία των 50 έγινε γνωστή στους αιχμαλώτους του στρατοπέδου, όταν
ο κατάλογος με τα ονόματα τους τοιχοκολλήθηκε μπροστά σε ένα παράπηγμα.Την επόμενη
ημέρα, όλοι σχεδόν οι κρατούμενοι, εμφανίσθηκαν με ένα μαύρο κομμάτι υφάσματος ραμμένο
στο μανίκι τους, σε ένδειξη πένθους για τους δολοφονημένους συντρόφους τους.
Πολλοί απο αυτούς τα κατασκεύασαν με το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες που είχαν.
Η τεφροδόχος του Σκάτζικα και των άλλων δολοφονηθέντων φυγάδων θα σταλεί στο
Stalag Luft III. Οι κρατούμενοι έστησαν μνημείο για τους αδικοχαμένους συντρόφους τους και εκεί τοποθετήθηκαν οι τεφροδόχοι τους.
Το μνημείο αυτό διασώζεται μέχρι σήμερα, καθώς και αρκετά απομεινάρια του στρατοπέδου.
Αργότερα μετά τον πόλεμο, οι τέφροδόχοι θα μεταφερθούν στο συμμαχικό
νεκροταφείο της πόλης Πόζναν (Poznan) στην Πολωνία.
Εκεί αναπαύεται σήμερα, ένας απο τους αφανείς ήρωες της Ελληνικής Αεροπορίας, ο ανθυποσμηναγός Σωτήρης Σκάντζικας.
Η επιγραφή στο
μνημείο του κοιμητηρίου γράφει:
...Ποζνάν,
Νεκροταφείο της Παλαιάς Φρουράς.
....Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος:
234 Βρεταννοί,
21 Καναδοί,
18 Αυστραλοί,
3
Νοτιο-Αφρικανοί,
1 Γάλλος,
1 Νορβηγός ,
1 Έλληνας….
Στην κινηματογραφική ταινία "Η μεγάλη απόδραση",που βασίστηκε σε αυτό το πραγματικό γεγονός, η μοναδική σκηνή η οποία, κατά δήλωση ενός των επιβιωσάντων, δεν ήταν αληθινή, ήταν η σκηνή κατά την οποία ο Αμερικανός πιλότος (Στηβ Μακ Κουήν)προσπάθησε ν`αποφύγει τη σύλληψη με τη μοτοσυκλέτα. Λέγεται πως, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός, έθεσε ως όρο, για τη συμμετοχή του στην ταινία, να υπάρχει ακριβώς αυτή η σκηνή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα εύγε για την ανάρτησή σας αυτή είναι λίγο.
Συνεχίστε.
Κάποτε πρέπει να μάθουν όλοι οι Έλληνες την ιστορία της ΠΑ, μιά ιστορία που είναι γεμάτη με πράξεις ηρωισμού και αυταπάρνησης.